κλώθομαι

κλώθομαι
κλώθομαι, κλώστηκα, κλωσμένος βλ. πίν. 38

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντοκλώθομαι — (Μ) επιστρέφω σύντομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλώθομαι «επιστρέφω», μεταφορική σημ. από το γύρισμα τής ρόκας] …   Dictionary of Greek

  • συγκλώθω — ΜΑ μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη αρχ. παθ. συγκλώθομαι α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλώθω «γνέφω, ορίζω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”